- ὕφανε
- ὕ̱φᾱνε , ὑφαίνωweaveaor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ὕφᾱνε , ὑφαίνωweaveaor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξύφασμα — ἐξύφασμα, το (Α) φρ. «κερκίδος σῆς ἐξύφασμα» αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (Ευρ.) … Dictionary of Greek